διεισδῦσα

διεισδῦσα
διά-εἰσδύνω
get
aor part act fem nom/voc sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • διεισδύω — διείσδυσα 1. διαπερνώ κάτι: Διεισδύει πολύ κρύο από τις χαραμάδες της πόρτας. 2. χώνομαι κάπου, εισχωρώ: Η ρίζα του φυτού χρειάζεται να διεισδύσει βαθιά στο χώμα …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • διεισδύω — διεισδύω, διείσδυσα βλ. πίν. 5 …   Τα ρήματα της νέας ελληνικής

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”